- απόχυμα
- τό1) метание икры; 2) извержение семени;
§ απόχυμα της Σελήνης — новолуние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ απόχυμα της Σελήνης — новолуние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀπόχυμα — that which is poured out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόχυμα — το (Α ἀπόχυμα) νεοελλ. το ζουμί (κυρίως από όσπρια) που χύνεται ή πετιέται μετά τον πρώτο βρασμό αρχ. το παλιό επίχρισμα των πλοίων από ρετσίνι, πίσσα κ.λπ. που καθαρίζεται … Dictionary of Greek
ἀποχύματος — ἀπόχυμα that which is poured out neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLOCAMOS — Graece πλόκαμος, plecta sertave capillorum est; nam et πλεκτὴ est funiculus, ἀπὸ τοῦ πλέκειν, Hesych. πλεκτὴ, ςειρὰ; etiam plectas infimae aetatis Auctores dixêre. Πλοκάμους tamen Graeci Grammaticilonge aliter exponunt, deglobis cil. nodisque… … Hofmann J. Lexicon universale